11 Δεκ ΧΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ – Ιστορικός Τέχνης – Τεχνοκριτικός, Φεβρουάριος 1997
Η Αλίς Τουρνικιώτη ζωγραφίζει σαν να μιλά ή σαν να γράφει και ολόκληρο το σπίτί της έχει μεταμορφωθεί εδώ και χρόνια σε ένα πολύχρωμο κήπο, με δέντρα τους πίνακες τριγύρω…
Πρωτοαντικρύζοντας τα έργα της, η πρώτη μου σκέψη ήταν μια φράση τετριμμένη που επί πολλά χρόνια ήθελα να πω και εγώ αυθόρμητα, χωρίς όμως να συναντήσω πολλές αφορμές για να το κάνω. «Να μια γεννημένη ζωγράφος».
Η Αλίς χρησιμοποιεί τα χρωματικά υλικά σαν πλακούντα που γεννά μορφές. Τα ρίχνει στον πίνακα, τα σκορπά με ένταση, τα μεταμορφώνει σε φιγούρες ή σε νεκρές φύσεις και τα κάνει να μιλήσουν μεταξύ τους, ως συγγένειες και αντιθέσεις. Αποτέλεσμα, μια ζωγραφική που βασίζεται στο χρώμα, στη δύναμη, στο ένστικτο, στον βαθύ ψυχισμό. Με στερεότυπο τεχνοκριτικό λεξιλόγιο, θα έλεγα ότι η Αλίς κάνει ένα χρωματικό εξπρεσιονισμό. Αυτό όμως θα την περιόριζε. Η ζωγράφος μας δεν ζωγραφίζει έχοντας υπόψη τεχνοτροπίες και στυλ, ότι κάνει το κάνει αναπόφευκτα και πηγαία, με αθωότητα και κάποια βιαιότητα, σαν από κάποια ψυχική έκσταση. Δεν είναι λόγια ζωγράφος, είναι αυθόρμητη.
Κι ίσως γι’ αυτό μου έδωσε αμέσως την αίσθηση πως η ζωγραφική της είναι μια έκρηξη ψυχής, μια αρμονία που επιτυγχάνεται με μόνο όπλο την αμεσότητα μιας οπτικής εξομολόγησης…
Ο Φασιανός που είδε ένα πίνακά της στο σπίτι μου τον περιεργάσθηκε πολύ. «Πού το βρήκες αυτό», με ρώτησε. «Είναι ενός καινούργιου», είπα από μακριά, νομίζονται πως κοίταζε κάτι άλλο παραδίπλα. «Όχι, είναι γυναίκα, και ζωγραφίζει με πολύ ψυχή», μου απάντησε. Λίγες μέρες μετά, σε μία δημόσια συζήτησή μας, ο επιφανής ζωγράφος μας έλεγε πόσο λατρεύει το Θεόφιλο και την αθωότητα, υπενθυμίζοντάς μου πόσο οι αρχαίοι θεωρούσαν θεόπνευστους τους αυτοδίδακτους. «Όσο ωριμάζω, ψάχνω την ανυπόκριτη ψυχική αθωότητα», κατέληξε…
Όπως κι εγώ, μπρος στους πίνακες της Αλίς.